ἀμυγδαλοειδές

ἀμυγδαλοειδές
ἀμυγδαλοειδής
like the almond
masc/fem voc sg
ἀμυγδαλοειδής
like the almond
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… …   Dictionary of Greek

  • αμυγδάλα — Λίθινα κατασκευάσματα της κατώτερης παλαιολιθικής εποχής σε σχήμα αμυγδάλου. Μερικοί μελετητές έχουν προτείνει να περιληφθεί σε μία και μόνη φάση η κατώτερη παλαιολιθική εποχή (δηλαδή η αχελλαία ή χελλαία περίοδος), με την ονομασία αμυγδαλινή… …   Dictionary of Greek

  • βενζόη — Βαλσαμική ρητίνη, η οποία προέρχεται από μερικά δέντρα της οικογένειας των στυρακοειδών με εντομή στον κορμό του φυτού. Κάτω από την εντομή σχηματίζονται –στα πρώτα τρία χρόνια– μικροί θρόμβοι β., που αποτελούν την εκλεκτή παραγωγή· στα επόμενα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”